- διαβούλια
- διαβούλιονdebateneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβούλια — διαβουλία, η (Α) το διαβούλιο … Dictionary of Greek
διαβουλιῶν — διαβουλία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… … Dictionary of Greek
Ρομφέης, Καπετάν — Μακεδόνας οπλαρχηγός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι. Διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη επιθεωρητής της Ρούμελης και πολλές φορές ήρθε σε σύγκρουση με τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Το 1805 1806, όταν οι αρματολοί και οι κλέφτες, όπως οι Θύμιος Βλαχάβας … Dictionary of Greek
διαβούλιο — το μυστικό συμβούλιο, μυστική σύσκεψη με σκοπούς αδιαφανείς: Μερικές φορές είναι απαραίτητα τα διαβούλια για λόγους εθνικής άμυνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)